Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Κείμενο αποχώρησης 15 μελών της νΚΑ



Το κείμενο αυτό συντάχθηκε τον Απρίλιο του 2011. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν αναφέρεται στα πρόσφατα γεγονότα του "κινήματος των πλατειών". Παρ' όλα αυτά, θεωρούμε ότι διατηρεί την επικαιρότητα του για δύο βασικούς λόγους:

Ο πρώτος είναι γιατί προσπαθεί να απαντήσει στην οπισθοχώρηση του εργατικού ταξικού ανεξάρτητου συνδικαλισμού, ο οποίος έχει τόσο λοιδορηθεί στα μάτια της κοινωνίας από το παράδειγμα του αστικοποιημένου συνδικαλισμού. Το ανεξάρτητο κέντρο αγώνα της εργατικής τάξης, ο πόλος της αδιαπραγμάτευτης εργατικής πολιτικής, οι αντιθεσμοί του κινήματος και κυρίως το περιεχόμενο και η μορφή που πρέπει να παίρνουν αυτά για να αποτελέσουν αποτελεσματική και νικηφόρα αντιπρόταση στην αντεπανάσταση του κεφαλαίου, πιστεύουμε, σήμερα είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα που θα πρέπει να απασχολήσει το επαναστατικό κίνημα και τους αγωνιστές του. Πολλώ δε μάλλον που οι λαϊκές συνελεύσεις σήμερα δεν είναι εγκεφαλικά σχέδια κάποιων υπερφίαλων ιδεολόγων, αλλά υλική πραγματικότητα σε κάθε πόλη.

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τους λόγους αυτής της οπισθοχώρησης που συνδέονται άρρηκτα με τη στάση της αριστεράς, στις κυρίαρχες εκφράσεις της. Η αριστερά η οποία είτε μπορεί στη μια εκδοχή να καταγγέλλει τα αστικά σχέδια από τη μία και από την άλλη μοιάζει να εύχεται να κλείσει γρήγορα ο γύρος κινητοποιήσεων που άνοιξε πρόσφατα καθώς "συνειδητά κι οργανωμένα" απέχει από αυτές. Είτε σε μια άλλη εκδοχή της, απεμπολεί την ανεξάρτητη ταξική συγκρότηση του εργατικού κινήματος, υποτασσόμενη και η ίδια στη πιο μικροαστική αντιδραστική λογική του "απολιτίκ", που δείχνει για την ώρα να αποτελεί σημαίνοντα λόγο στις πλατείες. Θυσιάζει συνειδητά έτσι τα όποια ψήγματα επαναστατικής πολιτικής στο βωμό της "έκφρασης του λαού", και έτσι στριμώχνεται στον μέσο όρο της κοινωνικής συνείδησης. Δείχνει να μην αντιλαμβάνεται πως είτε διαλέξει τη λογική της αποχής ή της ενσωμάτωσης, βάζει ωρολογιακή βόμβα στην ανατρεπτική λογική που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να πρεσβεύει.

Στην αναζήτηση των δρόμων υλοποίησης αυτής της ανατρεπτικής λογικής, σήμερα και όχι σε κάποια μακρινή εποχή της φαντασίας μας, είναι αφιερωμένο αυτό το κείμενο.



«Ω,ευγενικοί μου άνθρωποι,η ζωή ειναι σύντομη...
Αν ζούμε,ζούμε για να πατήσουμε πάνω στα κεφάλια των βασιλιάδων...»

                                                                     Σαίξπηρ

Πολιτική Δήλωση

Είναι γεγονός ότι η οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση και δράση σήμερα πραγματοποιείται στο έδαφος μιας εποχής που πρόκειται να αλλάξει τον χαρακτήρα της κοινωνίας μας οριστικά και αμετάκλητα. Αν μετά την κατάρρευση του ψευδεπίγραφου σοσιαλισμού η αστική φιλοσοφία και ιστοριογραφία βιάστηκε να κηρύξει το τέλος της ιστορίας, έρχεται τώρα η μεγαλύτερη σε έκταση και βάθος κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού για να επανορίσει τα όρια και τις έννοιες όλων των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων, διαψεύδοντας, αυτή η ίδια η κρίση, τις "προφητείες" ενός αναλλοίωτου παρόντος. Όπως κι άλλες φορές στον τελευταίο αιώνα έχει συμβεί, η ιστορία μάς εκπλήσσει.

            Ισχυριζόμαστε ότι βρισκόμαστε σε έναν κόμβο του ρου της ανθρώπινης ιστορίας, όπου ζούμε την επιλογή ενός τρίτου κοινωνικού παγκοσμίου πολέμου απέναντι  στις δυνάμεις της εργασίας. Δεν μπορούμε να μιλάμε παρά για έναν κοινωνικό οδοστρωτήρα, που δεν αφήνει ανέγγιχτο κανένα πεδίο της ανθρώπινης ζωής, ακόμα κι αν αυτό είναι καταστροφικό για την ίδια τη βιολογική επιβίωση του ανθρώπου. Εντούτοις, η κρίση εμφανίζεται από όλα τα αστικά επιτελεία, από όλα τα μέσα προπαγάνδας, αλλά ακόμα και από την ίδια τη συστημική αριστερά, σαν ένα φυσικό φαινόμενο. Εμφανίζεται σαν μια εκφυλισμένη έκφραση της καπιταλιστικής διαχείρισης, και οι απαντήσεις διεξόδου που δίνονται δεν ξεφεύγουν από τα όρια που θέτει η ίδια η μήτρα. Δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον ορίζοντα του καπιταλιστικά εφικτού και ενσωματώσιμου. Ξεχνούν πως οι κρίσεις του καπιταλισμού είναι δομικό χαρακτηριστικό του και δεν αποφεύγονται χωρίς την ανατροπή του συστήματος. Έτσι η κρίση εμφανίζεται, εντέλει, σαν ένα φαινόμενο στο οποίο λύση μπορούν να δώσουν μόνο τα αστικά επιτελεία, και αυτή είναι η εντεινόμενη καταπίεση για τις δυνάμεις της εργασίας.

Μιλάμε για μια κρίση σε καιρό αφθονίας, μα και "σπάνης". Εν μέσω αφθονίας υλικών αγαθών, το πιο εξαθλιωμένο κομμάτι της εργατικής τάξης πεινάει κυριολεκτικά (π.χ. μετανάστες, “τρίτος κόσμος” και επισιτιστική κρίση, εξαθλιωμένοι στις καπιταλιστικές μητροπόλεις κ.λπ.). Όλο το υπόλοιπο κομμάτι δεν έχει πρόσβαση σε βασικά αγαθά (π.χ. υγεία), τα οποία ναι μεν βρίσκονται σε αφθονία, όμως η εργατική τάξη δε διαθέτει την αγοραστική δύναμη ώστε να έχει πρόσβαση σε αυτά. Μιλάμε όμως και για κρίση σε καιρό «σπάνης» σε ό,τι αφορά τις εργατικές αντιστάσεις, τουλάχιστον στο Δυτικό καπιταλιστικό κόσμο. Η κρίση με την ταχύτητα και τη διασπορά της, απέδειξε ότι δεν προέρχεται από παρθενογένεση, αλλά "πατάει" σε ήδη υπάρχοντα χαρακτηριστικά και στοιχεία που εδώ και καιρό είναι ώριμα να αποφέρουν καρπούς. Η διεύρυνση του ταξικού πολέμου, ήδη από την αντιτρομοκρατική σταυροφορία του 2001 έως και σήμερα, έχει παραδώσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τις σημαντικές εργατικές κατακτήσεις που η αστική πολιτική επιστήμη αναγνωρίζει ως "κοινωνικό κράτος" μεταπολεμικά. Η σημερινή κρίση έρχεται να βάλει τις βάσεις του πιο αντιπροσωπευτικού καπιταλιστικού καθεστώτος, την (κοινοβουλευτική ή μη) δικτατορία των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων. Στη χώρα μας η εμπλοκή του ΔΝΤ, της ΕΕ και της ΕΚΤ σηματοδοτεί με εύγλωττο τρόπο αυτήν την πορεία. Το ελληνικό "φαινόμενο" δεν είναι ούτε εξαίρεση, ούτε "ιδιαίτερη περίπτωση", όπως προσπαθεί η άρχουσα τάξη να παρουσιάσει, αλλά ο βασικός κανόνας της άσκησης πολιτικής από την πλευρά του κεφαλαίου σ' αυτή τη νέα εποχή.

Οι εργαζόμενοι και τα καταπιεζόμενα στρώματα βρίσκονται με φτωχά και κατακερματισμένα όπλα αντιμέτωποι με τις καλά οργανωμένες δυνάμεις του κεφαλαίου που έχουν τον απόλυτο έλεγχο της άναρχης καπιταλιστικής παραγωγής.  Αποτέλεσμα: η διάλυση του νομοθετικού πλαισίου που χαρακτήριζε τις εργασιακές σχέσεις, η επιχειρηματική παιδεία και υγεία, η ραγδαία αύξηση της ανεργίας, οι χιλιάδες απολύσεις, η μαύρη εργασία, η περιθωριοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων, η απαξίωση, τελικά, της "αξίας" της ζωντανής εργασίας. Σκοπός: η μεγιστοποίηση της οικονομικής αποδοτικότητας για το κεφάλαιο, τόσο πανευρωπαϊκά, όσο και εγχώρια, για να μπορέσει με άλλους όρους να ανταγωνιστεί τόσο το αμερικάνικο όσο και το κινέζικο μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, που έτσι κι αλλιώς βασίζεται στην πάμφθηνη μισθωτή εργασία.

            Υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όσον αφορά τις κοινωνικές αλλαγές που επιχειρούνται από όλες τις δυνάμεις του κεφαλαίου.
Πρώτο, σηματοδοτούνται από μια ομολογία ενοχής από το ίδιο το σύστημα, ότι δεν μπορεί, πόσο μάλλον δε θέλει, να εγγυηθεί έστω την ανθρώπινη επιβίωση, καταργώντας αυτό που με μαρξιστικούς όρους λέμε ζωντανή εργασία.
Δεύτερο, ξεκαθαρίζεται, με τον πιο σαφή τρόπο, ο ρόλος του ίδιου του κράτους. Λήγει δηλαδή, μια και για πάντα, το αστικό ιδεολόγημα που θέλει  το κράτος να είναι έκφραση της κοινωνίας, ένας ταξικά ουδέτερος μηχανισμός όπου απλά αποτυπώνεται ο συσχετισμός δύναμης. Το κράτος απεκδύεται όλον αυτόν τον μανδύα της δημοκρατίας, της δυνατότητας ελέγχου της κοινωνικής δομής και δηλώνει ξεκάθαρα με τρόπο μη αναστρέψιμο, ότι ο ταξικός ρόλος του είναι να επιβάλλει τη θέληση του κεφαλαίου  σε όσους στέκονται απέναντι του. Επιπλέον, καταρρέει το ιδεολόγημα ότι το κράτος αποτελεί τη διαιτησία στην ταξική πάλη, το διαμεσολαβητή μεταξύ εργατικής τάξης και κεφαλαίου.
 Τρίτο, πετάει στα σκουπίδια όλη τη μυθολογία περί ατομικής ευκαιρίας. Ουσιαστικά, αναιρείται η θεωρία περί ατομικής επιλογής, το ότι μπορούμε, δηλαδή, ατομικά να ελιχτούμε μέσα από τον κάματο της εργασίας και της ατομικής προσπάθειας, αν όχι σε μία καλύτερη κοινωνική τάξη, σε μία λιγότερο ανασφαλή ζωή.
Τέταρτο, το ίδιο το κοινωνικό επίδικο της κοινωνικής τάξης και ομαλότητας τίθεται πια σε, ποσοτικά και ποιοτικά, άλλο επίπεδο. Η παρουσία της καταστολής σε κάθε πλευρά της ζωής παίρνει τέτοια χαρακτηριστικά, που μετατρέπει για παράδειγμα την αστυνομία σε στρατό καταστολής διαδηλώσεων, τον συνδικαλισμό σε τρομοκρατική πράξη. Είναι η ίδια λογική που βαφτίζει νόμιμο συνδικαλισμό ό,τι κινείται σε αστική-εργοδοτική διαχειριστική κατεύθυνση. Πέμπτον, η ποινικοποίηση κάθε ιδέας που αμφισβητεί τα όρια του συστήματος, φέρνει ένα βίαιο τέλος στη εποχή των αστικών δικαιωμάτων.

Στον χορό των εξελίξεων χορεύει, λοιπόν, η αστική δημοκρατία που εμείς εδώ γνωρίζουμε. Το αστικό μπλοκ εξουσίας, δίνει τον τόνο των αλλαγών και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα τρέχει ασθμαίνοντας να χωρέσει στη νέα πολιτική πραγματικότητα. Από την παραδοσιακή δεξιά και ακροδεξιά (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) ο μονόδρομος της κεφαλαιοκρατικής επικράτησης μέχρι τέλους αποτελεί το επίσημο κρατικό δόγμα. Ενώ στην επίσημη και "ανεπίσημη" Αριστερά (ΣΥΝ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) μέσα από διαφορετικούς δρόμους κυριαρχεί η φωνή της σοσιαλδημοκρατίας, που απαιτεί την επιστροφή σ' ένα μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης ακόμα και αν αυτό «διανθίζεται» είτε με λαϊκή οικονομία, είτε με εθνικοποίηση των τραπεζών, είτε με κρατικό έλεγχο, είτε με κρατικό και εργατικό έλεγχο. Κοινή συνισταμένη και κοινός πολιτικός τους στόχος για την περίοδο παρά τις φαινομενικά αντιπαραθετικές διακηρύξεις είναι η εύρεση μιας «κεντρικής πολιτικής λύσης» ενάντια στην κρίση που θα δώσει το αστικό τελικά κράτος υπό την «πίεση» του εργατικού κινήματος. Πρόκειται για μία κοινή πολιτική αντίληψη που φιλοδοξεί –μάταια βέβαια- να ξαναμοιράσει τον πλούτο χωρίς να προσπαθεί να τσακίσει την υπάρχουσα αστική εξουσία, χωρίς να προσπαθεί να φτιάξει δομές εργατικής εξουσίας που θα καθορίσουν όχι μόνο τον τρόπο της μοιρασιάς αλλά και την ποιότητα του παραγόμενου πλούτου. Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τις πολιτικές επιλογές και τα έμπρακτα βήματα των τελευταίων χρόνων, στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έχουν μετατραπεί σε κυρίαρχο δόγμα η δορυφοριοποίηση γύρω από κομμάτια του αστικού συστήματος, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο "αγώνας" για κοινοβουλευτική αναγνώριση και η πάλη για «αριστερή ενότητα». Αυτή η πολιτική γραμμή και πρακτική έχει γεννήσει το μόρφωμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της συνεργασίας οικονομολόγων, το αριστερό βήμα διαλόγου και την επιτροπή λογιστικού ελέγχου του δημοσίου χρέους (!). Πρόκειται για μία –από τα παλιά- πολιτική πρακτική που από τη μία επιμένει σε μια αόριστη επαναστατική επίκληση και από την άλλη στοχεύει -με όλες της τις προεκτάσεις- σε ένα νέο "κοινωνικό συμβόλαιο".

Όπως αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων καταλήγει να υποτάσσεται στην ιδεολογική κυριαρχία του κεφαλαίου, την οποία έχει διαρκώς ανάγκη η αστική τάξη για να προωθήσει τον βαθύτατα αντιδραστικό χαρακτήρα της επίθεσης. Διαμορφώνεται σήμερα ένα ενιαίο αστικό μπλοκ εξουσίας στο οποίο παρατάσσονται η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, το κεφάλαιο, οι κρατικοί θεσμοί, τα ΜΜΕ, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, η εκκλησία, η δικαιοσύνη, οι υπερεθνικοί οργανισμοί και ολοκληρώσεις, το υποταγμένο συνδικαλιστικό κίνημα κλπ. Χωρίς την οικοδόμηση ενός τέτοιου ασφυκτικού μπλοκ, που λειτουργεί “παραλυτικά” για τις εργατικές αντιδράσεις, θα ήταν δύσκολη η προώθηση της αντιδραστικής επίθεσης.
Με την έννοια αστικό μπλοκ ή συνασπισμό εξουσίας δεν εννοούμε απλά τις παραδοσιακά δεξιές δυνάμεις της πολιτικής ζωής της χώρας, ούτε βεβαίως μόνο κόμματα ή παρατάξεις. Με αυτό το κριτήριο ο αστικός συνασπισμός εξουσίας προσπαθεί να διευρυνθεί και στο αριστερό του άκρο. Εκεί  βρίσκουν θέση και μια σειρά από κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς οι οποίες ηγεμονεύονται από τη μικροαστική πτέρυγα του κεφαλαίου(και όχι από την σκοπιά των οπαδών και φίλων που ενδεχομένως ενσωματώνουν).

Για εμάς η συμβολή μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας στο εργατικό κίνημα δεν θα είναι μόνο αποπροσανατολιστική αλλά και επικίνδυνη. Για όσους ποντάρουν σε μια επανίδρυση του κράτους, από την αστική πλευρά, από την πλευρά των επιλογών της σοσιαλδημοκρατίας του παρελθόντος (κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, κοινωνικό κράτος κτλ), υπενθυμίζουμε πως αυτή η επιλογή είναι ήδη νεκρή. Για όλους τους υπόλοιπους να πούμε μονάχα, πως ακόμη κι αν η προσπάθεια επιστροφής μιας λαϊκής σοσιαλδημοκρατίας επιτύχει, τότε θα είναι ολέθριο για τις επαναστατικές και εργατικές δυνάμεις να μην βρίσκονται απέναντι και ενάντια της. Η στρεβλή μετάφραση που προκρίνεται, δηλώνει πως το υποκείμενο που θα πάρει την εξουσία για να νικήσουν οι εργατικοί αγώνες και να υλοποιηθούν οι εργατικές επιδιώξεις είναι το «κόμμα της εργατικής τάξης» , όχι ως κόμμα των συνδικάτων, των σωματείων, των σοβιέτ, της ομοσπονδίας δηλαδή των εργατών, αλλά η πολιτική έκφραση μιας οργανωμένης «πρωτοπορίας» που υποτάσσει τα εργατικά συμφέροντα στις μικροαστικές επιδιώξεις. Αυτό, πιθανώς φαίνεται σαν καρικατούρα όταν αναφερόμαστε στην ελληνική εξωκοινοβουλευτική αριστερά, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται και σε μια ιστορική τομή όπως τα σύγχρονα «σοσιαλδημοκρατικά» καθεστώτα τύπου λατινικής Αμερικής.

Αρκετοί συνεχίζουν να επιμένουν σε μια «θεαματική» εμφάνιση στην πίστα του «κεντρικού πολιτικού σκηνικού», όπως ονομάζουν το αστικό πολιτικό παιχνίδι, παρ' όλη την αυξανόμενη απαξίωση που δείχνει προς αυτό η πλειοψηφία των εργαζομένων. Υποτάσσονται στην έννοια της αστικής πολιτικής διαμεσολάβησης. Στο «καθήκον» των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων να «ενοποιήσουν ανώτερα» και να «εκφράσουν συνολικά» τις διάσπαρτες κοινωνικές αντιστάσεις. Αλλά πού; Σπανίως στα κινήματα και τους ίδιους τους εργατικούς αγώνες. Πάντα στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Σε αυτό που στήνεται γύρω από την κάλπη. Εγκλωβίζονται στο ότι μόνο σε κεντρικό επίπεδο και μόνο ένας επίσημος πολιτικός φορέας μπορεί να αναδείξει το συνολικό ζήτημα της εξουσίας. Λες και είναι ένα ερώτημα που θα λυθεί κεντρικά και σταδιακά. Λες και δεν αναβλύζει κυρίως μέσα από κάθε εργατική μάχη ειδικά τον καιρό της κρίσης και μπορεί και πρέπει να απαντηθεί και να εμφανιστεί πρώτα εκεί. Τρέφουν ακόμη αυταπάτες πως τα εκλογικά ποσοστά μπορούν να διαμορφώσουν τη πολιτική του κεφαλαίου. Ξεκαθαρίζουμε πως για μας «κεντρικό» και ουσιαστικό πεδίο παρέμβασης δεν είναι ούτε τα πάνελ των ΜΜΕ, ούτε η συμμετοχή στην δημοκρατική επίφαση των εκλογών της κοινοβουλευτικής δικτατορίας των επιχειρήσεων και της αγοράς. Για μας κεντρική και ουσιαστική παρέμβαση είναι το πεδίο των ταξικών αγώνων, στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα.

            Επειδή, ακριβώς, ο καπιταλισμός έχει αφήσει πια στην άκρη όλα τα άλλοθι και τις δικαιολογίες, και είναι η αντικαπιταλιστική αριστερά που πρέπει να το εγείρει, ότι ή θα πάμε με τον μονόδρομο της χωρίς έλεος κοινωνικής βαρβαρότητας, ή θα την ανατρέψουμε. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει ούτε αυτή τη φορά. Δεν υπάρχει τρόπος να επιστρέψουμε σε κάποιου τύπου κοινωνικό συμβόλαιο, σε κάποια άλλη κοινωνική πραγματικότητα. Δεν υπάρχει κάποια διέξοδος για αυτό που φαντασιώνεται η επίσημη αριστερά, ότι μπορούμε να γυρίσουμε σε μια αριστερού ή άλλου τύπου φιλολαϊκή διακυβέρνηση που να μπορεί να διαχειρισθεί με καλύτερο τρόπο αυτή την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει τρόπος να επιστρέψουμε σε μια άλλου τύπου διαπραγμάτευση. Αυτός ο πόλεμος είναι τόσο ολοκληρωτικός που δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης ή διαλόγου.

            Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος της ιστορίας; Μπορεί να σημαίνει ότι ο ταξικός αγώνας εξάντλησε τα όρια διεξαγωγής του; Κι όμως, η καμπή στην οποία βρισκόμαστε πρέπει να δείχνει σε όλες τις εν δυνάμει επαναστατικές δυνάμεις ακριβώς το αντίθετο. Πρέπει να δείχνει ότι αυτή η επίθεση εντείνεται τώρα, γιατί τώρα υπάρχει αυτή η τεράστια οπισθοχώρηση των εργατικών και ταξικών δυνάμεων. Ας αναλογιστούμε το πώς η ιστορία γεννιέται: η ιστορία είναι το αποτέλεσμα της ταξικής αντιπαράθεσης. Όταν το ένα σκέλος αυτής της αντιπαράθεσης –στην προκειμένη περίπτωση το εργατικό κίνημα σε Ελλάδα και Ευρώπη- ενσωματώνεται μέσω αριστερών και δεξιών οδών εντός του συστήματος, δεν υπάρχει εργατικός αντίπαλος απέναντι στο κεφάλαιο, τότε η πλάστιγγα της ταξικής πάλης γέρνει αναπόφευκτα υπέρ του κεφαλαίου. Όλα τα σχέδια που είχαν καταγραφεί τα προηγούμενα είκοσι χρόνια για το κεφάλαιο, όχι μόνο επιβεβαιώνονται, αλλά ξεπερνιούνται με τρόπο που θα έλεγε κανείς γλαφυρά, ότι δε θα μπορούσε να συλλάβει ανθρώπινος νους. Τέτοια παραδείγματα είναι η θεσμοθέτηση ιδιωτικής δικαιοσύνης ή η ποινικοποίηση του συνδικαλισμού.
Στον αντίποδα της επίθεσης και της οπισθοχώρησης του εργατικού κινήματος, όπως αυτή διαγράφεται τουλάχιστον την τελευταία εικοσαετία, εμφανίζεται, ισχυριζόμαστε, πάνω σε αυτήν την ιστορική καμπή μια φοβερή δυνατότητα: το μη αναστρέψιμο βάθεμα της κρίσης και η οριστική ανατροπή της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ποια μπορεί να είναι μια επαναστατική απάντηση στην κρίση σ’ αυτήν την κατεύθυνση;

ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΚΡΙΣΗ

Αν θέλουμε να αυτοαποκαλούμαστε αριστερά της ανατροπής και να μιλάμε από τη σκοπιά του ταξικού επαναστατικού εργατικού κινήματος, τότε πρέπει εδώ και τώρα να τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή από την αντίληψη που βάζει σα λύση στην κρίση την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη αποτελεί αστική και μόνο διέξοδο του κεφαλαίου από την μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους του και την υπερσυσσώρευση του παραγόμενου πλούτου. Από την εργατική σκοπιά, μόνη διέξοδος είναι η ανατροπή του καπιταλισμού, που  συνεπάγεται και το βάθεμα της κρίσης του κεφαλαίου και την ανάσχεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και αυτό γιατί η καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται το τσάκισμα των εργατικών αναγκών και τη περιθωριοποίηση ενός τεράστιου δυναμικού της κοινωνίας.

Από τη σκοπιά των ταξικών δυνάμεων, πρώτο και κυρίαρχο, σήμερα πρέπει να είναι το  βάθεμα της κρίσης για την ήττα του ίδιου του καπιταλισμού. Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, δεν μπορούμε να μπούμε ούτε στη συζήτηση πληρωμής του χρέους, ούτε αναδιανομής, γιατί πολύ απλά αυτό είναι δουλειά της ίδιας της αστικής κυβέρνησης και του σύμμαχου με αυτήν  πολιτικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά, οφείλει η εργατική τάξη να συζητήσει και να διεκδικήσει πάνω στο δικό της χρέος: Αυτό των στεγαστικών δανείων που δεν μπορεί να αποπληρώσει, τους λογαριασμούς στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, τα χρέη λόγω ιδιωτικής υγείας και παιδείας κ.ο.κ. Οφείλει να απαιτήσει πρώτα και κύρια την διαγραφή αυτών των χρεών και όχι την διαγραφή του χρέους του κεφαλαίου ή του κράτους. Εξάλλου, μόνο ως παραπροϊόν αυτής της ταξικής πάλης θα μπορούσε να προκύψει και η όποια διαγραφή του εθνικού χρέους ως χρέος που δεν αναγνωρίζουν ως τέτοιο – ως δικό τους οι παραγωγοί του πλούτου αυτής της χώρας.

Δεύτερον, θα πρέπει να τραβήξουμε γραμμή απέναντι στη λογική που αναπτύσσει η συστημική αριστερά για εθνική ενότητα και ανάπτυξη. Εθνική ενότητα και εθνική ανάπτυξη σα λύση σήμερα στην κρίση μπορεί να δώσει μόνο μία, όχι απαραίτητα άλλου τύπου, αστική διακυβέρνηση. Χωρίς σύνδεση με τα στρατηγικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, το κράτος εμφανίζεται σαν κάτι αυτόνομο από την κρίση και την οικονομία. Αποκρύβεται έτσι ότι το καπιταλιστικό κράτος όχι μόνο δεν είναι εξωτερικός παράγοντας στην κρίση, όχι μόνο ενισχύει την αστική τάξη εν μέσω κρίσης αλλά αποτελεί το ίδιο αιχμή της κρίσης όχι μόνο στο πολιτικό αλλά και στο οικονομικό πεδίο.

Τρίτον, δεν μπορούμε παρά να πολεμήσουμε την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι μόνο την ύπαρξη του ευρώ ή άλλων μηχανισμών, την ίδια την ύπαρξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, την ίδια την ύπαρξη της αστικής διακυβέρνησης.

Τέλος, πρέπει, επιτέλους, να πάρουμε διαζύγιο από τον αστικό θεσμικό συνδικαλισμό. Ο συνδικαλισμός αυτός της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ αποτελεί σήμερα σύστημα διαμεσολάβησης και ουσιαστικού ξεπουλήματος των εργατικών αγώνων. Ευθύνες γι’ αυτό έχουν τόσο  η ΠΑΣΚΕ και η ΔΑΚΕ , αλλά και η όποια αριστερά που συνεχίζει να ενισχύει τις λογικές αυτές. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα εργατικό κίνημα το οποίο θα βρίσκεται με το ένα πόδι στη ΓΣΕΕ, με το άλλο θα  αναπαράγει τον θεσμικό συνδικαλισμό ακόμη και στα πρωτοβάθμια σωματεία, και  από την τρίτη θα φαντασιώνεται μαζικές εργατικές διαδικασίες. Θα πρέπει να διαλέξουν οι ταξικές εργατικές δυνάμεις, επιτέλους, με τι από τα τρία είναι.

Η σημερινή αυτοαποκαλούμενη επαναστατική αριστερά θεωρεί ότι η τάξη πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί με τον αγώνα στην κατάκτηση μικρών αιτημάτων ή αποκλειστικά οικονομικών αιτημάτων ώστε να ωριμάσει για την κατάκτηση των πολιτικών αιτημάτων αλλά και την ίδια την αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας. Μιλά για την «ανάδειξη» της τάξης σε έναν καλύτερο συσχετισμό δύναμης έναντι της αστικής και αυτό γίνεται μέσω της καλυτέρευσης της υλικής της πραγματικότητας, με την κατάκτηση αιτημάτων και στόχων. Για μία ακόμη φορά στο αμείλικτο δίλημμα “μεταρρύθμιση ή επανάσταση”, απαντά με το πρώτο, φοβούμενη να αναμετρηθεί και να επιχειρήσει τη ρεαλιστική υλική δύναμη του δεύτερου όπως αυτό αναβλύζει από τις επιμέρους μάχες σε κάθε κοινωνικό χώρο.

Για μας, στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ο οικονομικός αγώνας, ο αγώνας της επιβίωσης της εργατικής τάξης, μπορεί και πρέπει να μετατραπεί σε πολιτικό αγώνα ανατροπής. Αντιλαμβανόμαστε πως η πάλη των εργατικών σωματείων σήμερα δεν μπορεί να περιορίζεται στην τακτική υπεράσπιση των «κεκτημένων». Ένας λόγος είναι γιατί η καθημερινή πάλη των εργαζομένων μπορεί να φέρει στο προσκήνιο τη δυνατότητα για την αναδιοργάνωση, σε άλλη βάση, ολόκληρης της κοινωνίας. Ο βασικότερος, όμως, λόγος είναι γιατί κανένας εργατικός αγώνας στην εποχή μας δεν μπορεί να είναι νικηφόρος, αν δεν υπάρχει εργατικός ταξικός εκβιασμός που να αποκτά έστω και εν μέρει πανκοινωνικά χαρακτηριστικά. Αν έστω και στο ελάχιστο δεν έχει στο πλευρό του την πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Αυτό, όμως, απαιτεί από τους εργατικούς αγώνες και τους ίδιους τους αγωνιζόμενους εργαζόμενους να αποκτούν όλο και πιο σαφή αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά στη δράση τους. Μόνο μια τέτοιου τύπου ταξική απειλή μπορεί να διασφαλίσει την υποχώρηση του κεφαλαίου. Από αυτή τη σκοπιά φιλοδοξούμε να μπολιάσουμε κάθε εργατική κινητοποίηση με μαχητικά εργατικά εργαλεία λογικής, που να συνδέουν την υπεράσπιση της επιβίωσης των εργαζομένων με την αμφισβήτηση της ίδιας της κυριαρχίας του κεφαλαίου στη ζωή τους.

Στα πρωτοβάθμια εργατικά σωματεία και στο συντονισμό τους, εύκολα παρατηρεί κανείς ότι αυτά βρίσκονται σε ένα δύσκολο, δύσβατο αλλά κρίσιμο σταυροδρόμι. Σήμερα η διάλυση της εργατικής νομοθεσίας και των συλλογικών συμβάσεων βάζει επί τάπητος το ζήτημα ύπαρξης του εργατικού συνδικαλισμού. Η εποχή που τα εργατικά σωματεία παίζανε το ρόλο της νομικής κάλυψης των εργαζομένων σαν ένα θεσμικό συμπλήρωμα μιας κοινωνικής λειτουργίας, βρίσκεται στις τελευταίες της μέρες. Μαζί της και η εποχή του θεσμικού συνδικαλισμού. Το ερώτημα για τα πρωτοβάθμια εργατικά σωματεία είναι ξεκάθαρο:  Ή θα κάνουν το βήμα να δημιουργήσουν μια ανεξάρτητη ομοσπονδία πρωτοβάθμιων σωματείων με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες βάσης και αιχμηρό πολιτικό περιεχόμενο, ή όσο δεν κάνουν αυτό το βήμα, όσο δεν προετοιμάζουν και δεν παλεύουν στην κατεύθυνση της γενικής απεργίας διαρκείας, από τα κάτω και σε κάθε χώρο εργασίας, όσο δεν ενσωματώνουν πρωτοβουλίες και κινήσεις, σωματεία βάσης, και  άλλες διαδικασίες που γεννιούνται σήμερα μέσα στο εργατικό κίνημα μέσα σε έναν άλλου τύπου συντονισμό, τόσο θα καταλήγουν μία ακόμα φωνή μέσα στα πλαίσια και τα όρια της ίδιας της ΓΣΕΕ και έτσι οι αγώνες τους θα ηττώνται. Προφανώς, αυτό προϋποθέτει ότι αν υπάρχουν εν δυνάμει επαναστατικές, ταξικές, εργατικές δυνάμεις μέσα στα συντονιστικά πρωτοβάθμιων σωματείων, θα διαχωριστούν πλήρως από  τις δυνάμεις που έχουν προεδρείες σε εργατικά κέντρα, τις δυνάμεις για παράδειγμα του Συνασπισμού, που παίζουν το ρόλο της πέμπτης φάλαγγας σε τέτοιες διαδικασίες.

ΟΛΗ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΤΑΞΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΘΕΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Για εμάς οποιοδήποτε άλλο πρόταγμα, όπως η πολιτική διαμεσολάβηση, οι εκλογές, η ενότητα της αριστεράς πρέπει τουλάχιστον να υποταχθεί στο σχέδιο της γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας του ανεξάρτητου κέντρου αγώνα, των γενικών συνελεύσεων σε κάθε χώρο, και σ’ αυτό που λέμε απλά «να πάρει η εργατική τάξη τον αγώνα στα χέρια της για μια άλλη κοινωνική οργάνωση». Την ίδια στιγμή που το πολιτικό σύστημα τραβάει μια γραμμή και λέει ότι αυτό είναι το όριο της νομιμότητας, και η πλειοψηφία της αριστεράς τρέχει να χωρέσει σε αυτό, χρέος της επαναστατικής αριστεράς είναι να παίξει το ρόλο του πυροδότη αγωνιστικών κινητοποιήσεων και δημιουργικής δύναμης για την εμφάνισης στο προσκήνιο αντιθεσμών εργατικής πολιτικής και εξουσίας.

Διεκδικούμε σήμερα την εξουσία σε κάθε κοινωνικό χώρο για να μπορέσουμε να φτιάξουμε τις προϋποθέσεις να πάρουμε την εξουσία σε συνολικό και πανκοινωνικό επίπεδο. Σήμερα, άλλωστε, που οι επαναστάσεις της Β. Αφρικής επαναφέρουν τη συζήτηση τόσο στη δυνατότητα της επανάστασης από τη μία αλλά και από την άλλη στην αδυναμία οριστικής νίκης χωρίς την ύπαρξη δομών των εργατικών μαζών που μπορούν να διεκδικήσουν πέρα από την ανατροπή της κυβέρνησης, να πάρουν στα χέρια τους ολόκληρη την κοινωνική οργάνωση. Χρέος μας, λοιπόν, είναι να δημιουργήσουμε αυτούς τους αντιθεσμούς, αυτές τις συνελεύσεις βάσης σε κάθε χώρο δουλειάς αλλά και αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, και την ομοσπονδία τους για να μπορέσουμε να πάρουμε πραγματικά όλον τον πλούτο που μας ανήκει, για να μπορέσουμε να διεκδικήσουμε πραγματικά την κλεμμένη ζωή.

Οι αντιθεσμικές μορφές πάλης ως χώροι παραγωγής εργατικής πολιτικής με συνολική στόχευση, αντιπαράθεση και σύγκρουση με το κεφάλαιο και την πολιτική του, θέτουν στα χέρια του εργατικού κινήματος τον άμεσο, συνολικό επαναστατικό αγώνα και αποτελούν εν σπέρματι δομές «δυαδικής εξουσίας». Δεδομένης της ιστορικής αποτυχίας της οργάνωσης του επαναστατικού αγώνα από το κόμμα, ή εν γένει την ηγεσία που κατέχει την επαναστατική αλήθεια,  οι αντιθεσμικές δομές ως συλλογικότητες, μπορούν να οργανώσουν τον επαναστατικό αγώνα και  την κατάληψη των μέσων παραγωγής, αλλά και να διαμορφώσουν το τι πλούτος παράγεται και πώς. Με την έννοια αυτή, οι αντιθεσμοί θα αποτελούσαν άρνηση του ορισμού τους εάν περιγράφονταν ως κομμουνιστικές νησίδες στον καπιταλισμό σήμερα.

Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, επιλέγουμε οι πολιτικοί αντιθεσμοί των εργαζομένων και της νεολαίας να υφίστανται όχι μόνο στις πλημμυρίδες αλλά και στις αμπώτιδες του κινήματος. Επιλέγουμε οι αντιθεσμοί αυτοί να παράγουν πολιτική και όχι μόνο να επικυρώνουν αποφάσεις και να συνθέτουν έναν μέσο όρο της πολυχρωμίας των αντιλήψεων που εκφράζονται σε αυτούς, αλλά να αποτελούν μορφές διαπάλης για την ηγεμονία της εργατικής πολιτικής. Επιλέγουμε να αντιπαρατίθενται με τους θεσμούς της αστικής πολιτικής, παράγοντας αντίληψη συνολικά για τη ζωή. Επιλέγουμε όλη η εξουσία να βρίσκεται σε αυτούς και για την ανατροπή αστικών αντιλήψεων στην εργατική τάξη και για τη δημιουργία επαναστατικής συλλογικής συνείδησης, με στόχο η εργατική τάξη να γίνει τάξη για τον εαυτό της.


ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ

Η οργάνωση του επαναστατικού υποκειμένου, ήταν και είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που καθόρισαν και καθορίζουν την ιστορική πορεία του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος μέσα στο χρόνο.

Οι συνεχείς ήττες της εργατικής τάξης που με τη μετάβαση στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό αυξήθηκαν ραγδαία, μας οδηγούν μέσα από την αυτοκριτική και την ιδεολογική αναζήτηση, σε ρήξη με το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα. Απορρίπτουμε τη λογική του διαχωρισμού πολιτικού-οικονομικού αγώνα που αντιλαμβάνεται την πολιτική πρωτοπορία πάνω και έξω από την εργατική τάξη. Τη λογική δηλαδή που θέλει μόνο το κόμμα να παράγει πολιτική και την τάξη να κάνει αντίσταση και πάλη για το μισθό. Απορρίπτουμε και τη λογική των σταδίων που αναθέτει την επανάσταση σε ένα αόριστο μέλλον, όταν θα ωριμάσουν οι συνθήκες, όταν θα συσσωρευτούν οι όροι κλπ…

Με αυτήν την ιστορικά χρεοκοπημένη αντίληψη ερχόμαστε σε ρήξη και φιλοδοξούμε να συνεχίσουμε τα βήματα στο εγχείρημα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης επιμένοντας στο ζήτημα της επανάστασης στο σήμερα. Με βασικά κριτήρια παραγωγής πολιτικής την αντίστροφη ιεράρχηση, τη σύνδεση της στρατηγικής με την τακτική, την αντικαπιταλιστική προοπτική στην αιχμή της εργατικής πολιτικής, στοιχεία που στην περίοδο της κρίσης κρίνονται ακόμη πιο επιτακτικά για τον προσδιορισμό των πολιτικών στόχων και αιτημάτων πάλης. Στρατηγική μας επιδίωξη παραμένει η κομμουνιστική απελευθέρωση και με οδηγό αυτήν ορίζουμε ως τακτική το συνολικό επαναστατικό αγώνα στο σήμερα.

Αντιλαμβανόμαστε το επαναστατικό υποκείμενο, σε τρία επίπεδα, την οργάνωση, το μέτωπο και το κίνημα, που συνδέονται διαλεκτικά μεταξύ τους, με οριζόντια και αμφίδρομη σχέση, παράγοντας όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά ταξική συνείδηση, και που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και δράσης.

Θεωρούμε πως υπάρχει ανάγκη για οργάνωση κομμουνιστικής αναφοράς με βασική ιδεολογική αφετηρία το μαχόμενο μαρξισμό, όχι σαν δόγμα ή επιστημονικό αξίωμα, αλλά σαν χρήσιμο εργαλείο το οποίο έθεσε για πρώτη φορά τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης ως αντίπαλο δέος στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Με κριτήριο την κομμουνιστική επαναθεμελίωση θέλουμε να βαθύνουμε την ιδεολογική αναζήτηση, χωρίς προκαταλήψεις και ιδεολογικούς αφορισμούς, μέσα στο ίδιο το κίνημα και τις ταξικές αναμετρήσεις με στόχο τη διαμόρφωση εκείνου του ιδεολογικού πλαισίου που να μπορεί να συνθλίβει την ιδεολογική βιτρίνα του κεφαλαίου. Κεντρικός μας στόχος είναι η διαμόρφωση και προώθηση ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης που να μπορεί να γίνει επικίνδυνο για την κυριαρχία του κεφαλαίου. Ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να έχει βασικό στόχο το βάθεμα της κρίσης του κεφαλαίου και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Την δημιουργία αντικαπιταλιστικών μορφών οργάνωσης της κοινωνίας και συνολική διαπάλη για την εργατική εξουσία. Να έχει σαφές αντεθνικό στίγμα απέναντι στα εθνικά αστικά συμφέροντα και στις διεθνείς καπιταλιστικές ολοκληρώσεις.


Η οργάνωση πρέπει να επιδιώκει την ενότητα της εργατικής τάξης σε νέα βάση και πρώτα από όλα στο εσωτερικό της, στην ίδια της την λειτουργία.

Σε μια τέτοια οργάνωση η πολιτική θα πρέπει να παράγεται μέσα από αντιιεραρχικές και αντιγραφειοκρατικές δομές, κόντρα σε λογικές ανάθεσης και εκπροσώπησης. Η οργάνωση πρέπει να προσπαθήσει να απελευθερωθεί πρώτα από όλα η ίδια από το αστικό κριτήριο της αξιοκρατίας, της διάκρισης σε περισσότερο και λιγότερο πολιτικά ικανούς συντρόφους. Πρέπει να έρθει σε ρήξη με την προσωπολατρεία, την ανάδειξη «αρχηγών» και ηγετών, τη διάκριση σε καθοδηγητές και καθοδηγούμενους, σε στελέχη και απλά μέλη

Παλεύουμε για την δημιουργία Κοινωνικοπολιτικής Πρωτοβουλίας που να μπορεί να ενσωματώνει όλα τα θετικά χαρακτηριστικά των σχημάτων που δρουν σε κοινωνικούς χώρους και έχουν  αντικαπιταλιστική αναφορά. Να διαμορφώνεται από τις οργανώσεις και τα σχήματα του πολύμορφου επαναστατικού αγώνα. Επιδιώκουμε να δώσουμε νέα πνοή, να ξαναπροσεγγίσουμε τη λογική του μετώπου, που τείνει να εκφυλιστεί σε πεδίο ενοποίησης ή πιο συχνά απλής συγκόλλησης των πολιτικών οργανώσεων και των οπαδών τους.  Μέτωπο, λοιπόν, εννοούμε το χώρο πολιτικής δράσης και συσπείρωσης συνειδητών, ημισυνειδητών και αυθόρμητων με πρωτόλεια αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά δυνάμεων με στόχο την πολιτική και κινηματική δράση μέχρι την επαναστατική ανατροπή. Που προωθεί τη λογική του άμεσου επαναστατικού αγώνα σε κάθε χώρο και σε κάθε ζήτημα. Που συγκροτείται σε μια ενιαία αντικαπιταλιστική πτέρυγα με βασικό κύτταρο οργάνωσης τα σχήματα στους κοινωνικούς χώρους. Σχήματα που συγκροτούνται με βάση την αμεσοδημοκρατία, την αυτοτέλεια και την πολιτική ανεξαρτησία από την αστική πολιτική. Με βασικό μέλημα την προώθηση της ταξικής αντικαπιταλιστικής συνείδησης στο κίνημα και των ενιαίων ταξικών συμφερόντων. Με πρόγραμμα πάλης και αιτήματα που να συνδέουν την τακτική με τη στρατηγική, με στόχο να ενισχύουν την τάση χειραφέτησης και την αντικαπιταλιστική προοπτική.

Παλεύουμε για ένα κίνημα αντίστοιχο της εποχής. Το κίνημα της εργατικής τάξης και της νεολαίας είναι ο καθοριστικός, αποφασιστικός κρίκος για την ανατροπή του κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Κίνημα που συγκροτείται σε δομές που να ενοποιούν την κατακερματισμένη εργατική τάξη και νεολαία σε ταξική βάση και σε ανεξαρτησία από την αστική πολιτική και τους θεσμούς της. Κίνημα αυτοοργάνωσης και  άμεσης δημοκρατίας συγκροτημένο σε οργανωμένο φορέα της εργατικής πολιτικής στην κατεύθυνση της χειραφέτησης και της απελευθέρωσης.  Με το διαρκή επαναστατικό εκβιασμό της εργατικής εξουσίας το κίνημα μπορεί να απειλήσει, να πετύχει νίκες και τελικά να ανατρέψει το αστικό μπλοκ εξουσίας.

ΚΑΙ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΣΤΙΓΜΗ Ν' ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙΣ, ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΘΑ ΠΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΥΣ Θ' ΑΦΗΣΕΙΣ

Σε όλα τα χρόνια της εικοσάχρονης πορείας του το Νέο Αριστερό Ρεύμα προσπάθησε με σοβαρούς όρους να κάνει τομές στο επίπεδο της πολιτικής, της ιδεολογίας και της πρακτικής, προσπαθώντας να επαναδιατυπώσει έννοιες όπως αυτές της τακτικής και της στρατηγικής, ή εισάγοντας νέες, όπως αυτή της αντίστροφης ιεράρχησης, αλλά και να επιχειρήσει νέες αναγνώσεις της πραγματικότητας, εισάγοντας την πρωτοποριακή ανάλυση για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Αυτό είχε αντανακλάσεις και στην πρακτική του. Και ήταν ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά και αυτή η αναζήτηση που στράτευαν και εμάς σε αυτή την αντίληψη, για την οποία παλέψαμε πολλά χρόνια.
           
Παρ' όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια το ΝΑΡ έχει προχωρήσει σε μια σειρά πολιτικών επιλογών, τις οποίες οι πιο αισιόδοξοι και καλοπροαίρετοι θα χαρακτήριζαν ως ατοπήματα, αλλά εμείς επιμένουμε να πιστεύουμε πως δεν αποτελούν απλά μια ρεφορμιστική απόκλιση, αλλά μια μικροαστικού τύπου μετάλλαξη, με αποτέλεσμα την παρέμβαση στο κίνημα και στα μέτωπα υποτάσσοντας την εργατική πολιτική σε αστικά κριτήρια. Στιγμιότυπα αυτής της μετάλλαξης είδαμε στη σιωπηρή συναίνεση στο κλείσιμο των καταλήψεων του 2006-2007,  για να συνεχιστεί με τη διαστρέβλωση και τον εκφυλισμό της αντίληψης του τρίτου πόλου, που γέννησε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επιχείρησε να δώσει τη χαριστική βολή  στη λογική των σχημάτων της ΕΑΑΚ και έθαψε χωρίς ούτε ένα δάκρυ όλη την αντίληψη για το Νέο Εργατικό Κίνημα. Λογικά επακόλουθα ήταν η χυδαία στάση απέναντι στην Αντιπολεμική Διεθνιστική Κίνηση και το δίκτυο Σπάρτακος, στις δίκες για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, η ξεπουλημένη επιλογή συμμετοχής σε μορφώματα τύπου Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου και αντίστοιχες κινήσεις, όπως η στήριξη δεξιών λογικών και πολιτικών στις εκλογές, που ήρθαν για να επιβεβαιώσουν με τον πιο εφιαλτικό τρόπο αυτή τη μετάλλαξη, μην αφήνοντας καμία ελπίδα αντιστρεψιμότητας. Όλα τα παραπάνω, που αποτυπώνονται και στο επίπεδο της πρακτικής, αλλά και σε αυτό της ιδεολογίας, κάνουν σαφές ότι πλέον το ΝΑΡ δεν μπορεί και δε θέλει να συμβάλλει στο εγχείρημα της Κομμουνιστικής Επαναθεμελίωσης, που σήμερα περισσότερο από ποτέ οφείλει να αποτελεί το στρατηγικό στόχο ολόκληρου του εργατικού κινήματος, πόσο μάλλον μιας οργανωμένης πρωτοπορίας.

Κρατάμε σφιχτά την πεποίθηση πως είναι χρέος όλων των σκεπτόμενων αγωνιστών εργατών, να επαναδιατυπώσουν το επαναστατικό πρόταγμα, ώστε αυτό να μη μείνει στην επανεμφάνιση των συμβόλων και των λέξεων, αλλά να συμβάλλει στην ουσιαστική επαναθεμελίωση των κοινωνικών όρων ζωής και αναπαραγωγής της ίδιας της τάξης. Κι αυτό είναι το μάθημα που οφείλουμε να διδαχτούμε από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, μα κυρίως για να μπορούμε να διαμορφώσουμε το πεδίο νίκης των εξεγέρσεων του μέλλοντος.

Από την πλευρά μας, πιστοί στην αντίληψη και τις αρχές ενός Εργατικού Πολιτισμού που το ίδιο το ΝΑΡ μας δίδαξε, προσπαθήσαμε με όλες μας τις δυνάμεις να συμβάλλουμε από την πρώτη στιγμή της εσωοργανωτικής αντιπαράθεσης σε έναν υγιή τόσο προς τα μέσα, όσο και προς τα έξω διάλογο, που επιδιώκαμε να καταλήγει στην προώθηση της εργατικής πολιτικής, στοχεύοντας  προφανώς στην αποτροπή της πορείας που τελικά επέλεξε να ακολουθήσει η οργάνωση. Επειδή ακριβώς ένας τέτοιος διάλογος σε μια τόσο κρίσιμη ιστορικά στιγμή για την ταξική πάλη δεν μπορεί να γίνεται με όρους φραξιονισμού και συνωμοτισμού, συμβάλαμε στη συγκρότηση και συμμετείχαμε στην Τάση Συμβολής στην Κομμουνιστική Επαναθεμελίωση, ώστε να θέσουμε όσο πιο δημόσια, ανοιχτά και ειλικρινά τη διαφωνία μας στην κρίση όλου του εύρους του τρίπτυχου οργάνωση-μέτωπο-κίνημα. Κυρίως, όμως, συμβάλαμε σε αυτό το εγχείρημα για να προωθήσουμε στην πράξη μια επαναστατική εργατική απάντηση στην κρίση. Θεωρούμε πως η Τάση Συμβολής στην Κομμουνιστική Επαναθεμελίωση κατάφερε να τροφοδοτήσει με μία άλλη ποιότητα και βάθος τη συζήτηση στο εσωτερικό της οργάνωσης. Προσπάθησε να μετατοπίσει τις αντιπαραθέσεις από το οργανωτικό επίπεδο στο πολιτικό. Έδωσε μάχη για να αποτρέψει ένα σημαντικό τμήμα συντρόφων από το να απογοητευτούν από τη φτώχεια και την πολιτική και οργανωτική αποσάθρωση της οργάνωσης και για να μην οδηγηθούν μακριά από την οργανωμένη ταξική πάλη. Στις περιπτώσεις που έθεσε τη διακριτή πολιτική της πρόταση στον κόσμο του μετώπου και του κινήματος, δοκιμάστηκε στο να συγκρατήσει το σύνολο της οργάνωσης από το να κάνει επιλογές σε βάρος όλων των προσπαθειών του ρεύματος στο παρελθόν ειδικά σε ό,τι αφορά την οικοδόμηση ενός άλλου εργατικού πόλου, όπως προσπαθήθηκε να γίνει στη διαδήλωση της ΔΕΘ_2010 παραλίγο οδηγώντας τα πρωτοβάθμια εργατικά σωματεία σε πλήρη υποταγή και αποθέωση της λογικής της κοινής δράσης και στη συμπόρευση με τη ΓΣΕΕ. Από την άλλη, βέβαια, η Τάση, κουβαλώντας το φορτίο τόσο των δικών μας υποκειμενικών αδυναμιών όσο και των κακών κεκτημένων του ΝΑΡ, δεν κατάφερε να πετύχει βασικούς της στόχους, παρόλο που πάλεψε σε ιδιαίτερα δύσκολες εσωοργανωτικές συνθήκες, που καταντούσαν συχνά ντροπιαστικές για το κομμουνιστικό κίνημα. Δεν κατόρθωσε να επαναφέρει μέσα στις ΟΒ τη συνολική πολιτική συζήτηση στη βάση επαναστατικών στόχων και κριτηρίων και όχι διαχείρισης κοινωνικών μετώπων και κινηματικών ραντεβού. Δεν κατόρθωσε να άρει τους αντιδημοκρατικούς και γραφειοκρατικούς όρους με τους οποίους διεξαγόταν η συλλογική συζήτηση μέσα στο ΝΑΡ και τη νΚΑ. Και κυρίως δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα στενά, συχνά ασφυκτικά πλαίσια της εσωτερικής διαμάχης και να δοκιμαστεί αυτοτελώς στους κοινωνικούς χώρους και αγώνες, καταλήγοντας να γίνει παραμορφωτικός καθρέφτης του ίδιου του ΝΑΡ.

Συνεχίζουμε να χρειαζόμαστε μια κομμουνιστική, επαναστατική οργάνωση, που θα δανείζεται στοιχεία από το ίδιο της το όνομα, στοχεύοντας στο σήμερα -και όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον- να γίνεται όλο και περισσότερο, όλο και πιο ολοκληρωμένα, καθρέφτης της κοινωνίας που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Μια οργάνωση, που δε θα τρέμει στο άκουσμα μιας διαφορετικής φωνής, αλλά θα προωθεί γόνιμα ακόμη και τις ίδιες της τις αντιπαραθέσεις με το κριτήριο της πράξης. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε κι ένα οργανωτικό μοντέλο που θα ακουμπά στις στρατηγικές μας επιδιώξεις και θα αξιοποιεί τις πιο επιτυχημένες εμπειρίες του εργατικού κινήματος, συναντώντας τις πιο πρωτοπόρες εκφράσεις του στο σήμερα. Έχουμε βαθιά πεποίθηση πως μόνο μια τέτοιου τύπου οργάνωση μπορεί να διαμορφώσει σήμερα, ζωντανά παραδείγματα για την εργατική τάξη και τη νεολαία, κομμουνιστές, ελεύθερους αγωνιζόμενους ανθρώπους, που κλείνουν μέσα στα χέρια τους «τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος».

Για το λόγο αυτό και όλους τους παραπάνω λόγους, όπως αυτοί διαφαίνονται στην ανάλυσή μας, δεν μπορούμε πλέον να θεωρούμε τους εαυτούς μας μέλη του ΝΑΡ και της νΚΑ και γνωστοποιούμε στο σύνολο και των δύο οργανώσεων, αφενός την αποχώρηση μας και αφετέρου δηλώνουμε την πρόθεσή μας για τη συγκρότηση συλλογικότητας, που θα επιδιώξουμε να έχει πανελλαδικά χαρακτηριστικά και θα επικοινωνεί ανοιχτά και χωρίς αγκυλώσεις με όλα τα ρεύματα και τους αγωνιστές που βλέπουν τον εαυτό τους στις επάλξεις της επαναστατικής, κομμουνιστικής αριστεράς. Αυτή η συλλογικότητα, η ανύπαρκτη έως σήμερα, δεν είμαστε εμείς. Θέλουμε, όμως, και εμείς να είμαστε κομμάτι της.

"Όσοι περιμένουν να βρουν πατημένα χνάρια θα απογοητευτούν γρήγορα. Όσοι δεν είναι έτοιμοι να πέσουν και να ξανασηκωθούν, να χάσουν τον δρόμο τους και να τον ξαναβρούν, να αγγίξουν όχι μια και δύο αλλά δέκα και εκατό φορές τον πάτο της έσχατης αμφιβολίας για τα σχέδια τους, για τις ιδέες τους, για τους συντρόφους τους, και για τους ίδιους τους εαυτούς τους, να αναμετρηθούν με τα χίλια δυο πρόσωπα της απόγνωσης και να ξανανέβουν στον αφρό, είναι καλύτερα να περιμένουν την κοινωνική αλλαγή απ' τον Αι Βασίλη ή, πράγμα που δεν διαφέρει πολύ, από κάποια αψεγάδιαστη δικαιωμένη "πρωτοπορία" .Εμείς δεν έχουμε να προσφέρουμε παρά την άχαρη γοητεία της καινούριας προσπάθειας, την ιστορική βεβαιότητα για τον σκοπό, την πάλη για τον ποιοτικό εμπλουτισμό του μαζί με την αδιάκοπη κριτική για τα μέσα, την στράτευση σε μια υπόθεση που χρειάζεται μαχητές αλλά θέλει να καταργήσει τους στρατιώτες"



Δεν υπάρχουν σχόλια: