Παρακάτω ακολουθεί μια τοποθέτηση ενός φίλου που, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια φαντάζει εξαιρετική και αξίζει να συζητηθεί...
«Το μεγάλο ελάττωμα των επαναστατών που έχουν γαλουχηθεί με οποιαδήποτε από τις παραλλαγές που προέρχονται από τον κλασικό μαρξισμό, είναι ότι τείνουν να σκέφτονται τις επαναστάσεις σαν να συμβαίνουν σε συνθήκες που μπορούν, τουλάχιστον σε αδρές γραμμές, να προβλεφθούν, να σχεδιαστούν και να οργανωθούν. Στην πράξη όμως δεν είναι έτσι.
Ή μάλλον, οι περισσότερες από τις μεγάλες επαναστάσεις που έχουν λάβει χώρα ξεκίνησαν σαν «σημαντικά δρώμενα» και όχι σαν σχεδιασμένες παραγωγές. Ενίοτε έχουν προκύψει γοργά και απροσδόκητα μέσα από ό,τι φαινόταν σαν συνηθισμένες μαζικές διαδηλώσεις, ενίοτε μέσα από την αντίσταση στις πράξεις των εχθρών τους, ενίοτε με άλλους τρόπους -όμως δεν παίρνουν παρά σπάνια, αν όχι ποτέ, τη μορφή που προσδοκούν τα οργανωμένα επαναστατικά κινήματα, ακόμη και όποτε αυτά είχαν προβλέψει πως επίκειται να ξεσπάσει επανάσταση. Γι' αυτό και το κριτήριο για το μεγαλείο των επαναστατών ήταν ανέκαθεν η ικανότητά τους να ανακαλύπτουν τα νέα και απροσδόκητα χαρακτηριστικά των επαναστατικών καταστάσεων και να προσαρμόζουν την τακτική τους σε αυτά.»
(Ερικ Χόμπσομ, «Επαναστάτες»)
Ακολουθώντας αυτό το νήμα της σκέψης, είναι ανάγκη να ανακαλύψουμε τα νέα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά που έφερε στην επιφάνεια ο Δεκέμβρης, όχι για να τα κρίνουμε, να τα κατατάξουμε, και να τα αρχειοθετήσουμε, αλλά για να επικοινωνήσουμε με αυτά, να διαλεχθούμε μαζί τους και κυρίως για να τα υποδεχθούμε, αλλάζοντας και εμείς μαζί τους, στην προσπάθεια για μια επαναστατική σκέψη και πρακτική στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και των πολύπλευρων κρίσεών του.
Καταρχήν, και μόνο η ύπαρξη του Δεκέμβρη έχει αλλάξει το πλαίσιο της σκέψης και της πράξης. Από ένα πλαίσιο όπου κυρίαρχα ήταν η ήττα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς και δια αυτής ο εξοβελισμός της εξέγερσης και της επανάστασης σε ένα απροσδιόριστο και μακρινό μέλλον μιας ουτοπίας, τώρα είναι πια φανερό ότι η εξέγερση δεν είναι ουτοπία αλλά υπαρκτή στους δρόμους του σήμερα και η επανάσταση μια ανάγκη και δυνατότητα του τώρα.
Αυτή η αλλαγή, και κυρίως ο κίνδυνος της συνειδητοποίησής της από τους εργαζόμενους και τη νεολαία, είναι αυτή που τρομοκράτησε όχι μόνο την αστική τάξη της χώρας μας αλλά και όλα τα διεθνή επιτελεία του καπιταλισμού, ανάγοντας το "παράδειγμα των Αθηνών" σε προάγγελο μιας γενικευμένης αναταραχής σε όλο τον αναπτυγμένο καπιταλισμό.
Τι είδαν λοιπόν οι αστοί, που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει η Αριστερά ακόμη κι ένα μέρος από την αντικαπιταλιστική Αριστερά;
Είδαν να «Πλανιέται σήμερα στην Ευρώπη, μετά τις βιαιότητες των Αθηνών, ένα άρωμα άνοιξης των λαών, ένα φάντασμα γενικευμένης εξέγερσης της ευρωπαϊκής νεολαίας ενάντια στην κρίση, ενάντια στους συντηρητισμούς, ενάντια στο καπάκι της τάξης, που αποβαίνει όλο και πιο καταπιεστικό, ενάντια στις παχύσαρκες αστικές τάξεις, που έχουν οδηγήσει τις δυτικές κοινωνίες στο χείλος της αβύσσου και δεν αφήνουν στις νέες γενιές παρά το αβέβαιο μέλλον του άλματος στο κενό.
Η γενιά των 700 ευρώ, υπερπτυχιούχος και υποπληρωνόμενη, αυτή που πιστεύει ότι χάνει τη ζωή της προσπαθώντας να την κερδίσει, δεν θα δεχτεί να θυσιαστεί χωρίς επαναληπτικές εξεγέρσεις.» (Κριστόφ Μπαρμπιέ, διευθυντής του συντηρητικού εβδομαδιαίου γαλλικού «Εξπρές»)
Στην πραγματικότητα μέσα στην εξέγερση υπήρξαν πολλές "εξεγέρσεις", συναντήθηκαν και συνασπίσθηκαν πολλές διαφορετικές στιγμές αγώνα που μέχρι τότε παρέμεναν ξένες μεταξύ τους, βγήκαν από τα "σύνορά" τους και πορεύθηκαν μαζί στους ίδιους δρόμους πολλά διαφορετικά κοινωνικά τμήματα που μέχρι τότε αδιαφορούσαν το ένα για το άλλο. Η εξέγερση ήταν η σύντηξη, το πρωτότυπο αμάγαλμα, που για πρώτη φορά εμφάνισε με ένα σχετικά ενιαίο τρόπο στη σκηνή της ταξικής πάλης, τη νέα σύνθεση της εργασίας που εδώ και δεκαετίες εξυφαίνει η σύγχρονη μεταφορντική καπιταλιστική παραγωγή και η επιχειρηματική παιδεία της αγοράς.
Οι νέες εργασιακές σχέσεις, της ευελιξίας, της επισφάλειας, της ελαστικότητας, της νέας φτώχειας, που πλέον απλώνονται σε όλες τις γενιές διαβρώνοντας ακόμη και το σώμα της παλιάς "προστατευμένης" εργατικής τάξης της πλήρους και σταθερής απασχόλησης, αυτές οι εργασιακές σχέσεις μαζί με την παιδεία που προετοιμάζει γι' αυτές και μαζί με ό,τι "περισεύει" στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας, άνεργους και μετανάστες, έγιναν δρόμος, κατάληψη, αγώνας, σύγκρουση.
Αυτό το νέο κοινωνικό μέτωπο, που δεν είναι απλώς νεολαία, δεν είναι περιθώριο, δεν είναι "γκέτο", αλλά είναι πολύ πιο κοντά στην καρδιά της σύγχρονης σύνθεσης της εργασίας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, και καταφέρνει να συνενώνει τα τόσο κατακερματισμένα τμήματά της, είναι πολύ πιο "εργατικό" απ' όλες μαζί τις παρελάσεις του λεγόμενου θεσμημένου, δομημένου, οργανωμένου κλπ. εργατικού κινήματος, για τον οποίο άλλωστε δεν υπάρχει καν όλος αυτός ο κόσμος.
Από μια άλλη άποψη, και με εξαίρεση τους φοιτητές που έχουν γνωρίσει τα τελευταία χρόνια μεγαλειώδεις αγώνες και έχουν επιβάλλει αντιθεσμικές μορφές άμεσης δημοκρατίας των συνελεύσεων, η εξέγερση ήταν η κραυγή όσων δεν έχουν αναγνωρισμένη φωνή, ήταν το ξεχείλισμα των «περιττών», αυτών που «περισσεύουν» από τη σύγχρονη οικονομία, ήταν η ένταξη των μη ενταγμένων (σε συνδικαλιστικές και πολιτικές δομές), η έκφραση των μη εκπροσωπήσιμων από το υπάρχον συνδικαλιστικό και πολιτικό τόξο.
Όλοι αυτοί οι μη αναγνωρίσιμοι, σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και από την Αριστερά, έθεσαν αυτοί για πρώτη φορά ερωτήματα, διλήμματα και εκβιασμούς στο κατεστημένο συνδικαλιστικό και πολιτικό τόξο. Ανάγκασαν για πρώτη φορά, κυβέρνηση, κόμματα, ΜΜΕ, να τους αντικρίσουν, να τοποθετηθούν γι' αυτούς, να βρουν τρόπους για να τους αντιμετωπίσουν. Οι αόρατοι για το συνδικαλιστικό και πολιτικό σύστημα έγιναν ορατοί. Ίσως γι' αυτό χρειάστηκαν τη λάμψη της φωτιάς, το σοκ της βίας, το σπάσιμο της βιτρίνας της τηλεοπτικής εικονικής πραγματικότητας και της καταναλωτικής ψευδαίσθησης. Όπως έλεγε και ο υποδοικητής Μάρκος, φορέσαμε τις κουκούλες για να μπορέσετε να μας δείτε.
Αυτό που φόβισε περισσότερο, όμως, την καθεστυκία τάξη δεν ήταν οι κουκούλες ούτε η βία. Είναι αυτό που περιγράφει ο Mike Davis σε ένα άρθρο του με τίτλο Ο σπόρος της οργής, στην εφημερίδα Il Manifesto, μέσα στα Δεκεμβριανά:
"Εχουμε να κάνουμε με μία πρωτότυπη τυπολογία εξέγερσης, που προεικονίστηκε από τις προηγούμενες εκρήξεις του Λος Άντζελες, του Λονδίνου και του Παρισιού, αλλά παρήχθη από μια νέα και πιο βαθιά συνειδητοποίηση: ότι το μέλλον έχει καταληστευθεί προκαταβολικά..."
Η εξέγερση της Αθήνας θέτει τέλος σε μία μακρά περίοδο ξηρασίας της οργής. Ο πυρήνας της φαίνεται ανυπότακτος στα ελπιδοφόρα μηνύματα και στις αισιόδοξες λύσεις - διακρίνοντάς τη λοιπόν από τα ουτοπικά κίνητρα του 1968 και από το πνεύμα πίστης του 1999. Η απουσία αιτημάτων μεταρρύθμισης, είναι σίγουρα αυτό που προκαλεί περισσότερο, και όχι οι μολότοφ ή οι σπασμένες βιτρίνες των καταστημάτων..."
Αρκετοί, και μέσα στην Αριστερά, εξέλαβαν αυτή την έλλειψη αιτημάτων ως μηδενισμό, στειρότητα, τυφλή αντίδραση, αντιπαραθέτοντας και με αυτό τον τρόπο την εξέγερση στο "οργανωμένο κίνημα" που έχει αιτήματα και παλεύει γι' αυτά. Ξεχνούν ότι το δεσπόζον σύνθημα της εξέγερσης ήταν το "κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων" και το "κάτω το σύστημα που δολοφονεί".
Ακόμη και ο εξ Ιταλίας αρθρογράφος δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση γι' αυτό: "Ποια είναι τα αιτήματα που προωθούνται από τους διαδηλώνοντες έλληνες; Σίγουρα αντιλαμβάνονται με αμείλικτη διαύγεια ότι η παγκόσμια ύφεση αποκλείει τις παραδοσιακές μεταρρυθμίσεις του εκπαιδευτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας. Γιατί θα έπρεπε να έχουν πίστη σε μία επιστροφή του Πασοκ και στις υποτιθέμενες υποσχέσεις του;"
Στην πραγματικότητα, αυτό που ενόχλησε πιο πολύ απ' όλα και ξένισε πιο πολλούς ήταν ακριβώς αυτή η άρνηση όλου αυτού του κόσμου να προσδεθεί στο άρμα μιας "εναλλακτικής λύσης", μιας άλλης κυβέρνησης, μιας "δημοκρατικής διεξόδου", ή ακόμη και της ικανοποίησης κάποιων αιτημάτων, στα πλαίσια και εντός του συστήματος.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν άλλο τύπο πολιτικής που ξεφεύγει από τις παραστάσεις της παραδοσιακής πολιτικής σε όλες τις εκδοχές της: η πολιτική αυτή δεν περιμένει τίποτα από το κράτος και το σύστημα, δεν του απευθύνει καν αιτήματα γιατί έτσι το αναγνωρίζει και το αναπαράγει, δε ζητάει αναγνώριση και εκπροσώπηση εντός του. Είναι μια πολιτική της έκφρασης και όχι της αναπαράστασης, μια πολιτική που θέλει να θεσμίσει πράγματα για τον εαυτό της και όχι να ενταχθεί στους υπάρχοντες θεσμούς, μια πολιτική που θέλει να αποσπάσει τώρα σχέσεις και καταστάσεις από την εξουσία του κεφαλαίου και του κράτους και όχι να τα αναθέσει σε μια άλλη εξουσία.
Ο Δεκέμβρης αναζήτησε ένα δρόμο ανταγωνιστικό προς το σύστημα και όχι μια εναλλακτική εντός του. Γι' αυτό επιχείρησε να επανακοιοποιηθεί την πόλη στη βάση αδιαμεσολάβητων από την αγορά και το χρήμα αναγκών και επιθυμιών, οικοδομώντας το δικό του συμβολικό σύστημα καταστρέφοντας τα σύμβολα του συστήματος και του αγοραίου πολιτισμού του, δημιουργώντας τους δικούς του αντιθεσμούς, κέντρα της ελεύθερης αμεσοδημοκρατικής συζήτησης, οργάνωσης και άμεσου συντονισμού του αγώνα. Γι' αυτό γιουχάισε όσους από την αντικαπιταλιστική Αριστερά τον κάλεσαν να συμπορευτεί με τους "κοινοβουλευτικούς μας φίλους" στο όνομα ενός ευρύτερου δημοκρατικού μετώπου. Γι΄αυτό δε δέχτηκε να αναθέσει την εκπροσώπησή του σε κανέναν. Γι' αυτό αρνήθηκε τη θεσμική ιεραρχία των συνδικαλιστών, των κομματικών καθοδηγητών και των παραγόντων.
Ο Δεκέμβρης δεν αντιμετώπισε τον εαυτό του εργαλειακά, όπως έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζει την εξέγερση, ακόμη και την επανάσταση, η Αριστερά: σαν ένα μέσο, δηλαδή, για να αυξήσουμε τα ποσοστά μας, να πάρουμε τις εκλογές, να γίνουμε κυβέρνηση, να πάρουμε την εξουσία κοκ. Είδε τον εαυτό του σαν αδιαμεσολάβητη αυτοέκφραση, όχι σαν ένα εργαλείο-μέσο για ένα εκ των έξω εμπορευόμενο ανώτερο πολιτικό σχέδιο. Και πράγματι, ο Δεκέμβρης έχει τη δική του αυτοτελή αξία. Η αξία του, και όχι μόνο για όσους τον έζησαν αλλά και γι' αυτούς που είδαν στις φλόγες του κάτι από τις δικές τους απωθημένες επιθυμίες, ήταν ότι υπήρξε, διασαλεύοντας τον ατάραχτο κύκλο του κανονικού που οδηγεί στην επανάληψη του πάντα ίδιου.
Γι' αυτό ο Δεκέμβρης δεν μπορεί να απορροφηθεί σε μια εκλογική πρόταση, δεν μπορεί να γίνει αφίσα για τις εκλογές, ούτε η κολυμπήθρα του σιλωάμ για δυνάμεις που λέγοντας ήμουν και εγώ εκεί νομίζουν ότι μπορούν να ξεπλύνουν τις ρεφορμιστικές λογικές τους και τις νέες παναριστερές ουτοπίες μιας δημοκρατικής ανατροπής. Ο Δεκέμβρης είναι το Συμβάν του οποίου τη λήθη οργανώνουν οι εκλογές.
Ο Δεκέμβρης ανήκει σε μια άλλη τάξη πολιτικής και ως τέτοιον οφείλουμε να τον στοχαστούμε και να πάρουμε από αυτόν: Στην αναίρεση της πολιτικής ως διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης και στην επανίδρυσή της ως συλλογικής πράξης που αναπτύσσει στην πράξη άλλα κριτήρια και αξίες από αυτά της καταναγκαστικής εργασίας, της αγοράς και της κατανάλωσης, που αναπτύσσει αντικρατικές και αντιεμπορευματικές πρακτικές και μορφές συλλογικότητας, αλληλεγγύης αλλά και πρακτικής οργάνωσης της ζωής. Περιεχόμενα και πρακτικές που διεκδικούν να σπάσουν το μονοπώλιο του εμπορεύματος, της γνώσης, του πολιτισμού, της πληροφορίας, ακόμη και της βίας. Που τείνουν να διαμορφώσουν έναν ολόκληρο ανταγωνιστικό αντικαπιταλιστικό τρόπο ζωής και πολιτισμό.
Αυτός ο τύπος πολιτικής δε μπορεί, ωστόσο, όσες "απελευθερωμένες ζώνες" κι αν κατακτήσει να οδηγήσει στη συνολική απελευθέρωση της κοινωνίας από τα δεσμά του κεφαλαίου και του κράτους, χωρίς την επαναστατική αλλαγή, την ανατροπή του αστικού κράτους και την οικοδόμηση μιας νέας εργατικής δημοκρατίας εκρίζωσης όλων των εκμεταλλευτικών προς τον άνθρωπο και κυριαρχικών προς τη φύση παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο, είναι σε αυτόν τον τύπο πολιτικής, σε αυτό το έδαφος, όπου οι απελευθερωμένοι του αύριο θα έχουν μάθει και θα ξέρουν τι να κάνουν την ελευθερία που κατέκτησαν.
Γιατί, η επανάσταση δεν είναι απλά η έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα, ούτε η κατάληψη της κρατικής εξουσίας από ένα κόμμα-εκπρόσωπο των εκμεταλλευόμενων, ούτε ο νέος άνθρωπος θα εμφανιστεί ξαφνικά με το πρώτο διάταγμα της νέας εξουσίας. Αν δεν επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι μπορούμε να ζήσουμε, τώρα και όχι αύριο, χωρίς το κεφάλαιο, την αγορά και το κράτος, ότι ειδικά σε συνθήκες κρίσης, οι ανάγκες μας δε μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο σε μια ελεύθερη αλληλέγγυα και συνεργατική βάση χωρίς ιδιοκτησία και χρήμα, ότι δεν περιμένουμε να μας σώσουν το κεφάλαιο και το κράτος αλλά οργανώνουμε οι ίδιοι τη ζωή μας και την επιβίωση, αν δεν καταστήσουμε περιττές τις επιχειρηματικές και κρατικές μορφές, τότε καμιά συνείδηση και εμπειρία δε θα υπάρχει για να προχωρήσει το κοινωνικό απελευθερωτικό έργο της επανάστασης και για την εγκαθίδρυση νέων μορφών κοινωνικής ζωής.
Θα συμβεί αυτό που περιγράφει αριστοτεχνικά ο Τρίερ στο Manderley, όπου οι σκλάβοι παρά την απελευθέρωσή τους από μια αυτόκλητη πρωτοπορία από έξω, επιστρέφουν στην ασφάλεια των δεσμών τους όπου έχουν εξασφαλισμένα φαΐ και στέγη, γιατί δεν ξέρουν πώς να οργανώσουν τη ζωή τους έξω και πέρα από τις διαταγές του επιστάτη και τα σταθερά και επαναλαμβανόμενα καθήκοντα που τους έχει καταμερίσει ο ιδιοκτήτης.
Τελικά, αυτό σημαίνει άμεσος επαναστατικός αγώνας: με τα σοβιέτ για ψωμί και ειρήνη, και όχι ψωμί και ειρήνη από μια κυβέρνηση, ένα κράτος και μια αγορά. Αυτό μας οδηγεί σε μια επαναστατική πολιτική πολύ πέρα από την κλασική στο κομμουνιστικό κίνημα σε όλες τις παραλλαγές του "πάλη για την ηγεμονία" σε ένα ευρύτερο μέτωπο. Η έννοια της ηγεμονίας, ακόμη και στις καλύτερες στιγμές της όπως με τον Γκράμσι, σήμαινε να αποδείξουμε ότι η εργατική τάξη και το κόμμα της μπορούσε να είναι διευθύνουσα τάξη και διευθύνων κόμμα για όλη την κοινωνία. Γι' αυτό η παλιά έννοια της ηγεμονίας δεν μπορεί να αναγνωρίσει "αυθεντικές" εξεγέρσεις και επαναστατικά γεγονότα (βλ. ΚΚΕ, αλλά όχι μόνο) , παρά μόνο εκεί που ηγείται και τα καθοδηγεί το κόμμα.
Μια επαναθεμελιωμένη έννοια του επαναστατικού αγώνα, όμως, δε μπορεί να ζητάει την ηγεμονία-διεύθυνση, αλλά το ξεπέρασμα της διεύθυνσης και του διαχωρισμού διευθυντών και διευθυνόμενων, κυβερνώντων και κυβερνώμενων, σε όλα τα επίπεδα. Ο επαναθεμελιωμένος επαναστατικός αγώνας πρέπει να συμβάλλει στη συλλογική αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας, σε μια συλλογική πρακτική που θα αποσπά τις ζωές μας από την επικράτεια του κεφαλαίου και του κράτους. Γι' αυτό η επαναθεμελιωμένη έννοια του επαναστατικού αγώνα δεν επιχειρεί να πνίξει τις αυθόρμητες εκφράσεις της εξέγερσης στο όνομα ενός ανώτερου συνειδητού σχεδίου, αλλά να πλαισιώσει τα πιο ρηξιακά, αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά τους και να πορευτεί μαζί τους.
Η επαναστατική πολιτική αρχίζει όχι όταν σκοπεύουμε να εκπροσωπήσουμε τα θύματα, σχέδιο στο οποίο η παλαιά μαρξιστική θεωρία παρέμεινε δέσμια, αλλά όταν συμβάλλουμε σε εργατικά-λαϊκά συμβάντα μέσα από τα οποία τα θύματα παίρνουν θέση, σκέφτονται και οργανώνουν διαφορετικά τη ζωή τους.(Μπαντιού).
Το ζητούμενο από το Δεκέμβρη, στη συνύφανσή του με τις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, είναι να κατονομάσουμε τον τόπο μιας ανασυγκρότησης της επαναστατικής πολιτικής. Η επαναθεμελιωμένη κομμουνιστική απελευθέρωση της εποχής μας δεν μπορεί να πορευτεί, όπως παλιά, ούτε με την υπερβατική εγγύηση μιας Ιστορίας που όλο και πλησιάζει στο σίγουρο τέλος της, ούτε με τη μεταφυσική της "ιστορικής αποστολής" μιας τάξης που σταδιακά θα την επιτελέσει. Το "εμείς" , όπως έλεγε ο Φουκώ, το "εμείς" της επανάστασης, δεν πρέπει να μπαίνει πριν το ερώτημα. Μπορεί να είναι μόνο το αποτέλεσμα του ερωτήματος.
Αυτό που συγκροτεί το "εμείς" της επανάστασης στις μέρες μας είναι το ερώτημα της κρίσης. Η επαναστατική απάντηση στην κρίση θα συγκροτήσει το «εμείς». Αλλά αυτό απαιτεί την ανασυγκρότηση της επαναστατικής Αριστεράς, και όχι απλά τη συνένωσή της και μάλιστα με μορφές και περιεχόμενα της παλιάς πολιτικής, ανασυγκρότηση σε μια κατεύθυνση όπου θα αναγνωρίζει ως πολιτική όχι τη διαχείριση του αναγκαίου, όπως μας διδάσκουν, αλλά τη δυνατότητα του αδύνατου.
Από αυτή τη σκοπιά, ο Δεκέμβρης, έστω και στοιχειακά και αντιφατικά, δείχνει το δρόμο όπου μπορεί να συγκροτείται σαν κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό ρεύμα μια πραγματικά «άλλη» επαναστατική Αριστερά της εποχής μας: όχι σαν αριστερό άκρο της υπαρκτής Αριστεράς, ούτε ως κατέχουσα όλη την αλήθεια απομονωμένη υπεροπτική πρωτοπορία. Και κυρίως όχι χρησιμοποιώντας τα μέσα της παλιάς πολιτικής και παίζοντας στο θέατρο που παραχωρεί κάθε φορά η αστική πολιτική.
Αλλά ως δύναμη που μαζί με όλο το δυναμικό της εξέγερσης και των αγώνων ανιχνεύει και πειραματίζεται τολμηρά με μορφές και περιεχόμενα που θα δίνουν σάρκα και οστά στην πολιτική της μη εκπροσώπησης και της μη ανάθεσης. Ως δύναμη καθολικής αμφισβήτησης του αστικού πολιτισμού. Ως δύναμη που συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός νέου εργατικού και νεολαίστικου κινήματος της χειραφέτησης. Τελικά ως δύναμη που εργάζεται για τη μετατροπή των επόμενων εξεγέρσεων σε επαναστατική κατάσταση.
1 σχόλιο:
Πράγματι πρόκειται για μια καλή ανάλυση.
Αυτό που την κάνει καλή είναι κυρίως η καταγωγή της: δεν μας συνηθίζει η αριστερά, η "εκδοχή ναρ" έστω και ως αμφισβήτηση των κεντρικών επιλογών του κόμματος στην συγκεκριμένη περίπτωση (αν κατάλαβα καλά από την χρησιμοποιούμενη ωρολογία), σε μια διαύγεια, που προσπαθεί να αρνηθεί, κατ'αρχήν (ή έστω και...)στο θεωρητικό πεδίο, δύο τρεις μύθους που συγκροτούν την ίδια της την ύπαρξη: α. το μύθο του "κόμματος-κατόχου της αλήθειας" (ως αντίληψη του κάθε κομματιδίου για τον εαυτό του). β. το μύθο της "αναγκαιότητας της παρέμβασης στην κεντρική πολιτική σκηνή" (στοιχείο αυτού του μύθου είναι η "απαραίτητη συμμετοχή στις εκλογές"). γ. το μύθο της ανωριμότητας του "απολίτικου", του "αυθόρμητου" της εξέγερσης, κλπ, όπως εκφράζεται μέσα από την αντίληψη της φαινομενικής (αλλά εδραιωμένης στην αριστερά κι όχι μόνο) "τάσης για απουσία αιτημάτων".
Αν μη τι άλλο, όλα αυτά είναι μια ένδειξη -κατά την γνώμη μου- ότι έστω και στην περιφέρεια των σκληρών πυρήνων των σεκτών, ο Δεκέμβρης,η αδυναμία της αριστεράς να τον ηγεμονεύσει και ο ρόλος της αντιεξουσίας σ'αυτόν, όλα αυτά μαζί, συντελούν σε μια υπόγεια -προς το παρών- πρόκληση ενδιαφέρουσων ζυμώσεων, που προς το παρών μόνο τους ήπιους τριγμούς τους μπορούμε να ανιχνεύσουμε (όσοι έχουμε καλά αυτάκια).
Η.
Δημοσίευση σχολίου