Ήρθε ο καιρός που πρόσμενα για ν' αναμετρηθούμε
μα εσύ πρώτη το θέλησες να βγάλουμε ζωνάρια
κι απ' όλα τα μελούμενα τίποτα δεν φοβούμαι
γιατί έπαιξα τον θάνατο και τη ζωή στα ζάρια.
Όσα πέφτουνε πέταλα τόσα μένουν αγκάθια
και στου θανάτου τον χορό αντίκρυ χόρεψέ με,
αν σου βαστάει και μπορείς έλα και σκότωσέ με
αλλιώς σύρε και δάκρυσε μόνη στα γωνοκάθια.
Είναι ο ουρανός που με κινεί κι όλα τα χρόνια τα είδα,
πατώ γερά στα πόδια μου και δεν λιγοψυχάω
κι ας είν' το αίμα κόσμημα κι οι χαρακιές στολίδια
με προσοχή τα σμίλεψα κι αν θέλω στα φοράω.
Μα είναι ο φόβος δίπλα μου, μ'ακολουθεί συνέχεια,
ποτίζεται απ' τον θάνατο ψηλώνει σαν λουλούδι
από τα δόντια της στιγμής κι απ' της ζωής τα νύχια
γλιτώνει κάθε πένθιμο πολεμικό τραγούδι.
Όσοι πείσμα το βάλανε και τάξαν τον εαυτό τους
ποτε να μην γυρίσουνε πίσω σ' αυτά που αφήσαν
πριν ξεκινήσει η μάχη μας κρασί βάλε και δως τους
γιατί άξια πεθάνανε και άξια πολεμήσαν
κι εμείς που τώρα είμαστε αντίκρυ στην παλαίστρα
ποιος ξέρει ποιος θα το χαρεί το φώς που ξημερώνει,
κρατήσου τότε ένα λεπτό πριν ξεκινήσει η φιέστα,
μήπως πεθάνουμε μαζί αφού μείναμε μόνοι...
Από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου